λοκατζής

λοκατζής
ο
στρατιώτης των ειδικών μονάδων του στρατού ξηράς, που παλιότερα ονομάζονταν Λόχοι Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταδρομέας — ο 1. αυτός που κάνει καταδρομή, πειρατής, κουρσάρος: Τους πιάσανε τους καταδρομείς. 2. ο λοκατζής: Yπηρέτησε καταδρομέας στο στρατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”